εξαφορμίζω

εξαφορμίζω
και ξαφορμίζω (Μ ἐξαφορμίζω) [αφορμίζω]
νεοελλ.
1. τρελαίνω κάποιον με φωνές
2. χάνω τα λογικά μου
3. γίνομαι έξω φρενών
μσν.
προφασίζομαι, δικαιολογούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαφορμούμαι — ἐξαφορμοῡμαι, έομαι (Μ) προβάλλω ως δικαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το μεσ. εξαφορμίζομαι τού εξαφορμίζω* κατά τα περισπώμενα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”